αναμισγω

αναμισγω
    ἀναμίσγω
    ἀνα-μίσγω
    Hom., Her., поэт. ἀμμίσγω Emped. = ἀναμίγνυμι См. αναμιγνυμι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αναμισγω" в других словарях:

  • αναμίσγω — ἀναμίσγω (Α) ποιητ. και ιων. τ. τού ἀναμιγνύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μίσγω (< *μίκσκω < *μίγ σκω) «αναμειγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • συναναμίσγω — Α συναναμίγνυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναμίσγω, άλλος τ. τού ἀναμείγνυμι] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»